- θηέομαι
- θηέομαι (Α)ιων. τ. βλ. θεώμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαέομαι — (Α) (δωρ. τ.) θεάομαι, ώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού θηέομαι, ιων. τ. τού θεά ομαι, ώμαι, (βλ. λ. θέα)) … Dictionary of Greek
θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β … Dictionary of Greek
θηήτωρ — θηήτωρ, ὁ (Α) [θηέομαι] (ποιητ. τ.) βλ. θηητήρ … Dictionary of Greek
θηητήρ — θηητήρ, ος ὁ (Α) [θηέομαι] αυτός που βλέπει με θαυμασμό κάτι («θηητὴρ τόξων») … Dictionary of Greek
θηητής — θηητής, ὁ (Α) [θηέομαι] ο θεωρός … Dictionary of Greek
θηητός — θηητός, ή, όν ιων. τ., θαητός, ή, όν δωρ. τ. (Α) [θηέομαι] αυτός ο οποίος προκαλεί θαυμασμό ή έκπληξη σε όποιον τόν βλέπει … Dictionary of Greek
πανθηής — ές, Α αυτός που τόν βλέπουν όλοι, ορατός από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηής (< θηέομαι, ιων. τ. του θεῶμαι «βλέπω», πρβλ. θηη τός θηη τήρ, απρμφ. αορ. θηή σασθαι)] … Dictionary of Greek
dhei̯ǝ- : dhi̯ā- : dhī- — dhei̯ǝ : dhi̯ā : dhī English meaning: to see, show Deutsche Übersetzung: ‘sehen, schauen” Material: O.Ind. ádīdhēt “ he looked “, pl. dīdhimaḥ , Med. dī dhyē, ádīdhīta, Konj. dīdhayat (perhaps converted to present perf., compare… … Proto-Indo-European etymological dictionary